ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟ ΤΗΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 300 ΤΟΥ Ν. 1188/1981 ΠΟΥ ΚΑΤΑΒΑΛΛΕΤΑΙ ΣΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΑΟΡΙΣΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΚΑΙ ΣΤΟ ΜΟΝΙΜΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΕΠΙΛΕΞΕΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΦΟΡΕΑ ΤΟ Ι.Κ.Α.


Σύμφωνα με το άρθρο 21, παρ. 13 του Ν. 3144/2003, "Κοινωνικός διάλογος για την προώθηση της απασχόλησης και την κοινωνική προστασία και άλλες διατάξεις", (Φ.Ε.Κ. - ΤΕΥΧΟΣ Α' - ΑΡ. ΦΥΛΛΟΥ 111/8-5-2003), το οριζόμενο από το άρθρο 33 του Ν. 1876/1990 ανώτατο όριο αποζημίωσης καθορίζεται από τις 8 Μαΐου 2003 στο ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων "15.000" ευρώ.

Για τον υπολογισμό της αποζημίωσης, σύμφωνα με το άρθρο 300 του Ν. 1188/1981 όπως ισχύει υπολογίζεται μόνο η συνεχή υπηρεσία που έχει στον οικείο Ο.Τ.Α.

Αναλυτικά υπολογίζεται η υπηρεσία:

•  Από ένα (1) έτος μέχρι τρία (3) έτη οι αποδοχές ενός (1) μηνός.
•  Άνω των τριών (3) ετών και μέχρι έξη (6) ετών οι αποδοχές δύο (2) μηνών.
•  Άνω των έξι (6) ετών και μέχρι οκτώ (8) ετών οι αποδοχές τριών (3) μηνών.
•  Άνω των οκτώ (8) ετών και μέχρι δέκα (10) ετών οι αποδοχές τεσσάρων (4) μηνών.
•  Μετά τα δέκα (10) έτη οι αποδοχές ενός (1) μηνός για κάθε συμπληρωμένο έτος και μέχρι τα τριάντα (30) έτη.

Ως τακτικές αποδοχές, τόσο η θεωρία του Εργατικού Δικαίου, όσο και η νομολογία των δικαστηρίων έχουν κρίνει ότι θεωρούνται, ο μισθός και κάθε άλλη παροχή εφόσον αυτή δίνεται αντί μισθού, δηλαδή ως αντάλλαγμα τακτικών υπηρεσιών όχι πρόσκαιρα αλλά σταθερά και μόνιμα, επί μακρόχρονο, ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα.
Έτσι έχει κρίνει ο Άρειος Πάγος, ότι τα επιδόματα Πάσχα - Χριστουγέννων και το επίδομα άδειας είναι τακτικές αποδοχές και προσαυξάνουν την αποζημίωση κατά το 1/6 (Α.Π. 639/97, 1139/74), όπως επίσης και ότι παροχές σε είδος που χορηγούνται από Σ.Σ.Ε. ή Κ.Υ.Α. είναι τακτικές αποδοχές (Α.Π. 1129/84).

Επίσης σύμφωνα με την 37/81 γνωμοδότηση του Ν.Σ.Κ., η οποία έχει γίνει αποδεκτή από τον Υπουργό Εσωτερικών (αριθ. πρωτ.: 9309/20-2-81) και έχει κοινοποιηθεί στους Ο.Τ.Α., έγινε δεκτό ότι στις τακτικές αποδοχές περιλαμβάνονται και οι αμοιβές για υπερωριακή εργασία, για εργασία κατά τις Κυριακές και εξαιρέσιμες ημέρες καθώς και για νυκτερινή, εφ' όσον οι ανωτέρω εργασίες παρείχοντο τακτικώς δηλ. σταθερά και μόνιμα για μακρό χρονικό διάστημα και όχι πρόσκαιρα.

Το προσωπικό που αποχωρεί, κατόπιν παραιτήσεως και είναι ασφαλισμένο στο Ι.Κ.Α. εφ' όσον κατά τη νομοθεσία του ασφαλιστικού οργανισμού (Ι.Κ.Α.) έχει συμπληρώσει τις προϋποθέσεις για λήψη συντάξεως και έχει επικουρική ασφάλιση δικαιούται το 40% της οριζόμενης αποζημίωσης της παρ. 1 του άρθρου 300, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 15.000 ευρώ.
Με τις διατάξεις του άρθρου 6 του Ν. 3320/2005 αντικαταστάθηκε το πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 300 του Ν. 1188/1981 και έτσι το προσωπικό με σύμβαση Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου και το μόνιμο προσωπικό των Ο.Τ.Α. που έχει επιλέξει να διατηρήσει το Ι.Κ.Α., μπορεί να αποχωρεί από την υπηρεσία οποτεδήποτε συμπληρώσει δικαίωμα οποιουδήποτε είδος σύνταξης (π.χ. μειωμένη) και να λαμβάνει την αποζημίωση.
Η ανώτερη διάταξη ισχύει σύμφωνα με την παρ. 2 του ανωτέρω άρθρου και Νόμου από 1-1-2004.
Σημείωση: Μετά το έτος 1980 όλο το προσωπικό έχει επικουρική ασφάλιση.

Το προσωπικό που απολύεται κατά τις διατάξεις των άρθρων 293, 294, 295 και 297 του Ν. 1188/1981, εφ' όσον κατά τον χρόνο της απόλυσης θεμελιώνει δικαίωμα σύνταξης από την εργασία του (δηλ. εξ ίδιας υπηρεσίας) δικαιούται το 50% της προβλεπόμενης αποζημίωσης από την παρ. 1 του άρθρου 300 του Ν. 1188/1981.
Αν όμως δεν θεμελιώνει δικαίωμα σύνταξης δικαιούται ολόκληρη την αποζημίωση της παρ. 1 του ανωτέρω άρθρου.
Σε περίπτωση που το προσωπικό απολυθεί κατά τις διατάξεις των περ. α, β και γ της παρ. 1 του άρθρου 298 του Ν. 1188/1981, δεν δικαιούται αποζημίωση.

Στην διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 300 του Ν. 1188/1981 ορίζεται σε ποιες περιπτώσεις και με ποιες προϋποθέσεις οι αναγκαίοι κληρονόμοι κατά τον Αστικό Κώδικα του αποβιώσαντος υπαλλήλου λαμβάνουν το 50% της οριζόμενης αποζημίωσης στην παρ. 1 του ανωτέρω άρθρου.
Σε αυτή την περίπτωση η αποζημίωση επιμερίζεται στους δικαιούχους. Αν μεταξύ δυο κληρονόμων ο ένας δεν δικαιούται αποζημίωση τότε ολόκληρη η αποζημίωση (50%) καταβάλλεται στον άλλο, μόνο δικαιούχο αυτής.


Αθήνα, 14 Σεπτεμβρίου 2005