ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ
ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Αθήνα, 6 Σεπτεμβρίου 2006
Αρ. Πρωτ.:963

Προς:
Υπουργό Εσωτερικών,
Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης
κ. Προκόπη Παυλόπουλο
Βασ. Σοφίας 15
106 74 – Αθήνα

Κοινοποίηση:
Πίνακας Αποδεκτών

 

Κύριε Υπουργέ,

Με έκπληξή μας λάβαμε γνώση της ΔΙΠΙΔΔ/Β18/655 οικ. 17765/3-8-2006 εγκυκλίου της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Διοίκησης του Υπουργείου Εσωτερικών, σχετικά με την εφαρμογή του Π.Δ. 164/2004.

Α. Από την ανωτέρω εγκύκλιο προκύπτουν τα εξής:
α. Η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου με την υπ΄ αριθμ.: 19-1/2005 απόφαση της, έκρινε ως αντισυνταγματικές της διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 14 του Ν. 3051/2002, καθόσον οι διατάξεις αυτές εκδόθηκαν μετά την αναθεώρηση του συντάγματος και δεν αναφέρεται στην εκτέλεση τελεσίδικων δικαστικών αποφάσεων που εκδίδονται κατά την δικαιοδοτική λειτουργία των δικαστηρίων.
β. Η Ολομέλεια του Άρειου Πάγου με την υπ΄ αριθμ.: 18/2006 απόφασή της έκανε ναι μεν δεκτή την αίτηση αναίρεσης του Δήμου Σικυωνίων κατά της 143/2004 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου, αλλά όμως αναγνώρισε το Νόμο 2112/1920 ως «ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο» που εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων Ιδιωτικού Δικαίου, ανεξάρτητα αν έχουν συναφθεί στον Ιδιωτικό ή Δημόσιο Τομέα.
Επίσης η ανωτέρω απόφαση έκρινε και άλλα θέματα και όχι μόνο αυτά που επιλεκτικά αναφέρονται στην ανωτέρω εγκύκλιο του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. – Γενική Γραμματεία Δημόσιας Διοίκησης όπως «στην Ελληνική έννομη τάξη ανεξάρτητα από το χρόνο ενσωμάτωσης της Κοινοτικής Οδηγίας η διασφάλιση των εργαζομένων από την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους, δια της προσχηματικής επιλογής της συμβάσεως ορισμένου αντί αορίστου χρόνου αντιμετωπίζεται βασικά με το άρθρο 8, παρ. 3 του Ν. 2112/1920, σε συνδυασμό με τα άρθρα 281, 67/ΑΚ, 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος.
Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 8 του Ν. 2112/1920, «οι διατάξεις του Νόμου αυτού εφαρμόζεται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, εάν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται εκ της φύσεως της συμβάσεως αλλά ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγηση των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος Νόμου».
«Κατά την παγιωθείσα στη νομολογία και τη θεωρία ερμηνεία της εν λόγω διάταξης, ενώ αυτή αναφέρεται στην προστασία των εργαζομένων από τη μη τήρηση, από τον εργοδότη, των τυπικών όρων που επιβάλλει κατά την απόλυση ο Ν. 2112/1920, αξιοποιήθηκε γενικότερα για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ως ορισμένης ή αόριστης χρονικής διάρκειας, με πληρέστερη μάλιστα προστασία έναντι εκείνης της ως άνω κοινοτικής οδηγίας, αφού για την εφαρμογή της αρκεί και μια μόνο σύμβαση ορισμένου χρόνου αντί περισσότερων διαδοχικών συμβάσεων όπως απαιτεί η κοινοτική οδηγία. Τούτο δε λαμβανομένου υπόψη ότι ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός ορισμένης σχέσης, που δεν αφορά μόνο το χαρακτηρισμό της ως εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας ή έργου αλλά και το χαρακτηρισμό της ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου, αποτελεί κατ΄ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, ανεξάρτητα από τον εκ του Νόμου χαρακτηρισμό της συμβατικής σχέσης ως ορισμένου χρόνου».
Επίσης έκρινε ότι «από την απαγόρευση “μετατροπής” από το Nόμο των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου δεν συνάγεται και απαγόρευση για την αναγνώριση του πραγματικού χαρακτήρα ορισμένης σχέσης, που δεν είναι «μετατροπή» αλλά ορθός χαρακτηρισμός της έννομης σχέσης κατά την δικαστική διαδικασία ή τη διοικητική διαδικασία υπό τον έλεγχο του Α.Σ.Ε.Π.».

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι αρμόδια είναι τα δικαστήρια ή όταν πρόκειται για διοικητική διαδικασία αυτή είναι υπό τον έλεγχο του Α.Σ.Ε.Π. σε αντίθεση με όσα αναφέρονται στην ανωτέρω εγκύκλιο.

Υπό τις σκέψεις αυτές ο Άρειος Πάγος αποφάσισε και παρέπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλο δικαστή, εκτός εκείνου που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση.

Β. Το Ελεγκτικό Συνέδριο έχει εκδώσει αποφάσεις με διαφορετικό περιεχόμενο ερμηνεύοντας τις σχετικές διατάξεις κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο. Συγκεκριμένα:

1. Με την πράξη αριθμ.: 63/Συνεδρίαση 11η /24-5-2005 του Πρώτου Τμήματος, σε διαφωνία που προέκυψε μεταξύ του επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο Νομό Χανίων και του Εθνικού Αθλητικού Κέντρου Χανίων, για την μη θεώρηση χρηματικών ενταλμάτων με την αιτιολογία ότι οι δαπάνες δεν είναι νόμιμες διότι οι αποφάσεις που εκδόθηκαν κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρο 682 Επ.Κ.Πολ.Δ) δεν παράγουν δεδικασμένο και δεν δεσμεύουν το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά την άσκηση προληπτικού ελέγχου και δεν αποτελούν εκτελεστούς τίτλους της παρ. 2 του άρθρου 904 του Κ.Πολ.Δ. και επομένως κατά παράβαση του άρθρου 1 του Ν.3068/2002, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 20 του Ν.3301/2004 εκτελέστηκαν από το ανωτέρω Αθλητικό Κέντρο, το Ελεγκτικό Συνέδριο, αποφάσισε με την ανωτέρω απόφαση του ότι τα εντάλματα του Αθλητικού Κέντρου Χανίων πρέπει να θεωρηθούν για τους λόγους που αναφέρονται σ΄ αυτή και συγκεκριμένα:
α. Το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά την άσκηση του ελέγχου της νομιμότητας και κανονικότητας, δεσμεύεται και δεν ερευνά τα παρεμπιπτόντως αναφυόμενα ζητήματα, εφόσον υφίστανται δεδικασμένο. Και τούτο καθόσον δεν μπορεί να αποτελεί παρεμπιπτόντως αναφυόμενο ζήτημα του άρθρου 17, παρ.3 του Π.Δ.774/1980 η ορθότητα ή μη των κατά τα ανωτέρω εκδιδομένων από τα πολιτικά δικαστήρια αποφάσεων, δηλαδή η νομιμότητα ή μη της πιθανολογηθείσας αξίωσης την λήψη του ασφαλιστικού μέτρου, γιατί αντίκειται στη νομική λογική και άγει στην κατάλυση της ισχύος του προσωρινού δεδικασμένου των δικαστικών αυτών αποφάσεων από άλλο δικαστήριο.
β. Η Διοίκηση, συμπεριλαμβανομένων και των Ν.Π.Δ.Δ. υποχρεούται να συμμορφώνεται στις αποφάσεις που διατάσσουν ασφαλιστικά μέτρα κατά την διαδικασία του άρθρου 683 ΕΠ.Κ.ΠΟΛ.Δ. και να τις εκτελεί εκούσια ή κατόπιν εξαναγκασμού γιατί οι αποφάσεις αυτές υπάγονται στη περίπτωση α΄ της παρ.2 του άρθρου 904 Κ.Πολ.Δ. και επομένως δεν καθίστανται μη εκτελεστές κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 20 του Ν. 3301/2004.
γ. Η παραδοχή αντίθετης εκδοχής, ότι δηλαδή οι ως άνω δικαστικές αποφάσεις δεν εκτελούνται, θα έθετε σε δυσμενέστερη θέση τους διοικούμενους σε σχέση με την αντίδικο Διοίκηση και θα είχε ως συνέπεια την κατάλυση του προστατευμένου από αναφερόμενες σε προηγούμενη σκέψη συνταγματικές και υπερνομοθετικές ισχύος διατάξεις δικαιώματος στην παροχή έννομης προστασίας.

2. Το Ελεγκτικό Συνέδριο Τμήμα 1ο στη 8η /14-3-2006 συνεδρίασή του, σε διαφωνία που προέκυψε μεταξύ του Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο Νομό Κεφαλληνίας και του Δήμου Αργοστολίου, για την μη θεώρηση χρηματικών ενταλμάτων, που εκδόθηκαν σε εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων με τις οποίες αποφασίσθηκε ότι εργαζόμενοι που υπηρετούσαν με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου Ορισμένου Χρόνου στον ως άνω Δήμο συνιστούν εξαρχής (από την ημερομηνία της αρχικής τους πρόσληψης) ενιαίες συμβάσεις εργασίας Αορίστου Χρόνου. Στην προκειμένη περίπτωση το Ελεγκτικό Συνέδριο αποφάσισε ότι τα χρηματικά εντάλματα πληρωμής δαπάνες μισθοδοσίας δεν είναι νόμιμες και τα χρηματικά αυτά εντάλματα δεν πρέπει να θεωρηθούν για τους λόγους που αναφέρονται σ΄ αυτή και συγκεκριμένα:
α. Ότι τα πολιτικά δικαστήρια είναι αναρμόδια να αποφασίζουν για έννομη σχέση που υπάγεται αποκλειστικά στη δικαιοδοσία των Διοικητικών Δικαστηρίων.
β. Οι εργαζόμενοι έπρεπε να υποβάλλουν αίτηση για τακτοποίηση με τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 11 του Π.Δ.164/2004 και να κριθεί από το Α.Σ.Ε.Π. αν πληρούν τις προϋποθέσεις ή όχι. Αν έκρινε ότι δεν πληρούν τις προϋποθέσεις, θα μπορούσαν να προσβάλλουν την απόφαση στα Διοικητικά Δικαστήρια.
γ. Το Ελεγκτικό Συνέδριο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 17, παρ.1 περ. β και παρ.3 κατά τον ασκούμενο έλεγχο επιτρέπεται η εξέταση και των παρεμπιπτόντως αναφυομένων ζητημάτων επιφυλασσόμενων των περί δεδικασμένου διατάξεων.

3. Το ίδιο τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου στην συνεδρίαση 18η /20-6-2006, ύστερα από αίτηση του Δήμου Αργοστολίου και των εργαζομένων του Δήμου για ανάκληση των πρακτικών της 8ης συνεδρίασης της 14-3-2006 εμμένει στην πρώτη απόφασή του για μη θεώρηση των χρηματικών ενταλμάτων για τους ίδιους λόγους που αναφέρονται στα πρακτικά της 8ης συνεδρίασης της 14-3-2006.

Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι ενώ ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι ο Νόμος 2112/1920 εφαρμόζεται και για τον Δημόσιο Τομέα, το Ελεγκτικό Συνέδριο έκρινε ότι δεν έχουν αρμοδιότητα τα Πολιτικά Δικαστήρια να κρίνουν αν συμβάσεις Ιδιωτικού Δικαίου Ορισμένου Χρόνου είναι Αορίστου Χρόνου. Επίσης το Ελεγκτικό Συνέδριο ενώ κρίνει ότι δεν μπορεί να εξετάσει την τελεσίδικη απόφαση για προσωρινά μέτρα που εκδόθηκε από πολιτικό δικαστήριο, στη δεύτερη απόφασή του κρίνει ότι η εκδίκαση της κύριας αγωγής που έγινε από πολιτικό δικαστήριο και αποφάσισε ότι οι εργαζόμενοι έχουν σχέση Αορίστου Χρόνου και έχει καταστεί τελεσίδικη είναι ανυπόστατη και δεν εφαρμόζεται.

Ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας στο άρθρο 904 αυτού ορίζει ότι η αναγκαστική εκτέλεση μπορεί να γίνει μόνο βάσει εκτελεστού τίτλου. Εκτελεστοί τίτλοι μεταξύ άλλων είναι και οι τελεσίδικες αποφάσεις.

Στην παρ.3 του άρθρου 17 του Π.Δ.774/1980 του Οργανισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου ορίζεται ότι «Κατά τον υπό του Συνεδρίου ασκούμενο έλεγχο επιτρέπεται η εξέταση και των παρεπιμπτόντως αναφυομένων ζητημάτων, επιφυλασσόμενων των περί δεδικασμένου διατάξεων».

Ο ισχυρισμός του Ελεγκτικού Συνεδρίου ότι μπορεί να κηρύξει ανίσχυρες τελεσίδικες αποφάσεις που τις έκρινε παρεπιμπτόντως ανίσχυρες, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις του Οργανισμού του, με περαιτέρω αυτονόητη συνέπεια την παραδοχή ότι από αυτές δεν παράγεται δεδικασμένο, έρχεται σε αντίθεση με όσα ορίζονται στο άρθρο 313 του Κ.Πολ.Δ., σύμφωνα με τις οποίες, μπορεί να επιδιωχθεί με αγωγή ή ένσταση η αναγνώριση της ανυπαρξίας μιας δικαστικής απόφασης μόνο στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α. Αν την εξέδωσαν πρόσωπα που δεν είχαν δικαστική ιδιότητα.
β. Αν πολιτικό δικαστήριο αποφάσισε για αντικείμενο που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων.
γ. Αν δεν δημοσιεύθηκε.
δ. Αν εκδόθηκε σε δίκη που είχε διεξαχθεί κατά ανύπαρκτου φυσικού ή Νομικού προσώπου.
ε. Αν εκδόθηκε κατά προσώπου που έχει το προνόμιο της ετεροδικίας.

Με την παρ.3 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι η αγωγή της παρ.1 υπάγεται στο Πολυμελές Πρωτοδικείο της γενικής δωσιδικίας του εναγόμενου.

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η αρμοδιότητα για να κηρυχθεί ανύπαρκτη μια δικαστική απόφαση που εξέδωσε Πολιτικό Δικαστήριο ανήκει στα πολιτικά δικαστήρια και όχι στο Ελεγκτικό Συνέδριο κατά την εξέταση των παρεπιμπτόντων αναφυομένων ζητημάτων, όταν μάλιστα έχουμε τελεσίδικες αποφάσεις.

Στο άρθρο 94, παρ.4 του Συντάγματος ορίζεται ότι οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, όπως ο Νόμος ορίζει.

Στο δε άρθρο 95, παρ.5 αυτού ορίζεται επίσης ότι η Διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο.

Από όλα τα ανωτέρω αναφερόμενα μπορεί να αναρωτηθεί κανείς πιο δίκαιο εφαρμόζεται σ΄ αυτήν τη χώρα; Οι εργαζόμενοι που θα βρουν το δίκιο τους; Όταν τα διάφορα δικαστήρια κρίνουν διαφορετικά για ιδιες περιπτώσεις;

Η απόφαση του Άρειου Πάγου δεν έχει εφαρμογή; Γιατί δεν την έλαβε υπόψη του το Ελεγκτικό Συνέδριο; Από ότι γνωρίζουμε οι αποφάσεις του Άρειου Πάγου αποτελούν και δεδικασμένο και πάγια νομολογία.

Δεν μπορούμε να δεχθούμε ότι ένα Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου κηρύσσει ανύπαρκτες τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του αποφάσεις του Αρείου Πάγου.

Ναι μεν το Π.Δ.164/2004 έθεσε κανόνες και περιορισμούς στις συμβάσεις Ιδιωτικού Δικαίου Ορισμένου Χρόνου, πλήν όμως τί φταίει ο εργαζόμενος αν γίνεται καταστρατήγηση των διατάξεων;

Το συνδικαλιστικό μας όργανο είναι αντίθετο στις συμβάσεις Ορισμένου Χρόνου και χρόνια παλεύει για την κατάργηση των σχετικών διατάξεων που δίνουν τη δυνατότητα πρόσληψης προσωπικού Ορισμένου Χρόνου ή συμβάσεων μίσθωσης έργου καθόσον οι διατάξεις αυτές καταστρατηγούνται και με αυτό τον τρόπο έχουμε αλλεπάλληλες συμβάσεις με αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι να είναι όμηροι της εκάστοτε εξουσίας.

Με τις αλλεπάλληλες συμβάσεις δεν καλύπτονται πρόσκαιρες ανάγκες ή εποχιακές, ούτε οι συμβάσεις μίσθωσης έργου είναι γνήσιες αλλά καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες των υπηρεσιών.

Παρά τις διαμαρτυρίες μας, έχουμε διαπιστώσει ότι εξακολουθούν να εγκρίνονται τέτοιες συμβάσεις μόνο και μόνο για ρουσφετολογικούς λόγους.

 

Κύριε Υπουργέ,

Ζητάμε άμεσα την λύσ του προβλήματος με τακτοποίηση όλου του προσωπικού που υπηρετεί μέχρι σήμερα στους Ο.Τ.Α. α΄ βαθμού και την κατάργηση των διατάξεων για πρόσληψη προσωπικού ορισμένου χρόνου και κάλυψη των αναγκών με πρόσληψη μόνο μόνιμου προσωπικού. Οι δε συμβάσεις μίσθωσης έργου να περιορισθούν σε γνήσιες συμβάσεις μίσθωσης έργου και να μην υποκρύπτουν επ΄ ουδενί λόγο εξαρτημένη εργασία.
Γι΄ αυτό σας καλούμε όλους, να αναλάβετε τις ευθύνες σας και να δώσετε άμεσα εντολή για την εφαρμογή όλων των τελεσίδικων αποφάσεων των δικαστηρίων και την τακτοποίηση του προσωπικού που έχει δικαιωθεί με αυτές, είτε με ανάκληση των αποφάσεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή με νομοθετική ρύθμιση μιας και το θέμα δεν είναι νομικό αλλά πρωτίστως είναι θέμα πολιτικής βούλησης. Σε αντίθετη περίπτωση θα μας αναγκάσετε να αντιδράσουμε με κάθε τρόπο για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων.

 

Για την Εκτελεστική Επιτροπή της Π.Ο.Ε. – Ο.Τ.Α.

 

 

Ο Πρόεδρος

Θέμης Μπαλασόπουλος

Ο Γεν. Γραμματέας

Γιώργος Καταχανάς

 

 

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΠΟΔΕΚΤΩΝ

 

 

1. Πρόεδρο του ΠΑ.ΣΟ.Κ.
κ. Γιώργο Παπανδρέου
Χ. Τρικούπη 50 – 106 80 – Αθήνα

2. Γενική Γραμματέα του Κ.Κ.Ε.
κα Αλέκα Παπαρήγα
Λεωφ. Ηρακλείου 145 – 142 31 – Αθήνα

3. Πρόεδρο του ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ
κ. Αλέκο Αλαβάνο
Πλατεία Ελευθερίας 1 – 104 37 – Αθήνα

4. Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου
κ. Γεώργιο – Σταύρο Κούρτη
Βουρνάζου 4 – 101 68 – Αθήνα

5. Πρόεδρο Ι’ Τμήματος Ελεγκτικού Συνεδρίου
Βουρνάζου 4 – 101 68 – Αθήνα

6. Πρόεδρο Δ.Σ. της Κ.Ε.Δ.Κ.Ε.
κ. Πάρι Κουκουλόπουλο
Γ. Γενναδίου 8 – 106 78 – Αθήνα

7. Πρόεδρο Ε.Ε. της Α.Δ.Ε.Δ.Υ.
κ. Σπύρο Παπασπύρο
Λέκκα 23-25 – 105 62 – Αθήνα

8. Γενικό Γραμματέα Υπουργείου Εσωτερικών
κ. Θανάση Βεζυργιάννη
Σταδίου 27 – 101 83 – Αθήνα

9. Υπουργείο Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης
Γενική Γραμματεία Δημόσιας Διοίκησης
Γενική Διεύθυνση Κατάστασης Προσωπικού
Διεύθυνση Διοίκησης Προσωπικού Ιδιωτικού Δικαίου
Βασ. Σοφίας 15 – 106 74 – Αθήνα